- αναπλαστική
- η пластическая хирургия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπλαστικός — ή, ό (Α ἀναπλαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάπλαση, την αναμόρφωση 2. αυτός που αναφέρεται στην αναπλαστική* 3. ο χρήσιμος για απομίμηση προτύπου αρχ. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπλασις. Η λ.… … Dictionary of Greek
Τοκεβίλ, Σαρλ - Αλεξίς - Aνρί - Μορίς Κλερέλ ντε- — (Tocqueville, Βερνέιγ, Σεν ε Ουάζ 1805 – Κάννες 1859). Γάλλος ιστορικός. Έγινε δικαστής, βουλευτής, υπουργός (το 1849). Μαζί με τον Γκιζό, ήταν στη γαλλική ιστοριογραφία του 19ου αι. ο κύριος εκπρόσωπος του λεγόμενου φιλοσοφικού ρεύματος, δηλαδή… … Dictionary of Greek